διορισμός

διορισμός
Πράξη του αρμόδιου οργάνου με την οποία ένα πρόσωπο τοποθετείται σε ένα δημόσιο λειτούργημα, μια δημόσια υπηρεσία ή την υπηρεσία ενός ιδρύματος, της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Για τους ιδιωτικούς φορείς συνήθως δεν χρησιμοποιείται ο όρος δ., αλλά πρόσληψη. Αυτό συμβαίνει λόγω της ύπαρξης μιας σημαντικής διαφοράς. Ο δ. είναι διοικητική πράξη που εμπεριέχει εξουσιαστική βούληση, με την οποία απονέμεται σε κάποιο άτομο η ιδιότητα του λειτουργού ή υπαλλήλου του κράτους ή άλλων κρατικών (ιδρύματα, τοπική αυτοδιοίκηση) ή και ημικρατικών φορέων (τράπεζες, δημόσιες επιχειρήσεις). To στοιχείο της σύμβασης, που είναι πολύ αδύναμο στη σχέση του φορέα και του προσώπου, είναι ανύπαρκτο στην πράξη του δ. Αντίθετα, η πρόσληψη αποτελεί την οριστική πράξη μιας ιδιωτικής υπηρεσιακής ή εργασιακής σχέσης που βασίζεται κατά κύριο λόγο στη σύμβαση. Ο δ. γίνεται συνήθως έπειτα από αίτηση του ενδιαφερομένου, ο οποίος διαθέτει τα ανάλογα προσόντα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για υψηλές και τιμητικές θέσεις, όπως διευθυντών ιδρυμάτων, ο δ. γίνεται χωρίς σχετική αίτηση. Ωστόσο, και σε αυτές τις περιπτώσεις είναι απαραίτητη η συναίνεση του διοριζομένου.
* * *
ο (AM διορισμός) [διορίζω]
νεοελλ.
1. τοποθέτηση προσώπου σε υπηρεσία (συνήθ. δημόσια)
2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται ο διορισμός
αρχ.-μσν.
ορισμός, εντολή
αρχ.
1. διαίρεση, διάκριση
2. λογική διάκριση
3. μαθ. διαπίστωση για τα όρια πιθανότητας ενός προβλήματος
4. η διατύπωση ενός προβλήματος.
————————
ο (AM δωρισμός)
νεοελλ.
χρησιμοποίηση δωρικών λέξεων ή τύπων
αρχ.-μσν.
η χρησιμοποίηση τής δωρικής διαλέκτου στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διορισμός — ο 1. τοποθέτηση σε θέση εργασίας: Περιμένει το διορισμό του σε σχολείο. 2. το έγγραφο του διορισμού: Ακόμη δεν ήρθε ο επίσημος διορισμός μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διορισμός — διόρισις distinction masc nom sg διορισμός division masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • Όθων — I (Σάλτσμπουργκ Βαυαρίας 1815 – Βαμβέργη 1867). Βασιλιάς της Ελλάδας (1833 1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’ και της Θηρεσίας, θυγατέρας του δούκα του Σάξεν Άλτενμπουργκ. Oρίστηκε βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 17… …   Dictionary of Greek

  • Unterscheidung — Dieser Artikel wurde in der Qualitätssicherung Philosophie eingetragen. Artikel, die sich als nicht relevant genug herausstellen oder mittelfristig kein hinreichend akzeptables Niveau erreichen, können schließlich auch zur Löschung vorgeschlagen… …   Deutsch Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αναδιορισμός — Πολιτειακή πράξη με την οποία κάποιος τοποθετείται σε κρατική θέση που είχε άλλοτε και την έχασε. Ο Υπαλληλικός Κώδικας του 1999 (άρθρο 21) προβλέπει τον επαναδιορισμό και τη διαδικασία που απαιτείται. Συνήθως, επιτρέπεται μέσα σε μια πενταετία… …   Dictionary of Greek

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”